Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναλθής — παναλθής, ές (Α) αυτός που θεραπεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αλθής (< ἄλθος «φάρμακο»)] … Dictionary of Greek
παναλθέος — παναλθής all healing masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)